- διασκορπισμός
- ο (Α διασκορπισμός)διασκόρπιση*αρχ.σύγχυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασκορπισμός — scattering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκορπισμός — ο σπατάλη, σκόρπισμα: Ο διασκορπισμός των κεφαλαίων της εταιρείας επέφερε μεγάλη ζημιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασκορπισμοῦ — διασκορπισμός scattering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκορπισμῷ — διασκορπισμός scattering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκορπισμόν — διασκορπισμός scattering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… … Dictionary of Greek
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
διαρροή — η 1. το να διαρρέει κάτι 2. εκροή, ροή μέσα από κάτι ή έξω από κάτι, διαφυγή, απώλεια (υγρού ή αερίου) 3. χύσιμο 4. διαφυγή, διασκορπισμός (στρατεύματος, χρημάτων, οπαδών κ.λπ.) αρχ. αγωγός, σωλήνας … Dictionary of Greek
διασκέδαση — η (AM διασκέδασις) νεοελλ. 1. ψυχαγωγία, τέρψη 2. ευωχία, γλέντι αρχ. μσν. διασπορά, διασκορπισμός … Dictionary of Greek
εκσκορπισμός — ἐκσκορπισμός, ο (Α) διασκορπισμός … Dictionary of Greek